- κάττος
- κάττος, ὁ (ΑΜ)βλ. κάτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάττος — cat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάττον — κάττος cat masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάττου — κάττος cat masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτος — ὁ (ΑΜ κάττος, Μ και κάτος) ο γάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάττα] … Dictionary of Greek
κάττα — η (ΑΜ κάττα) η γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. κάττα, κάττος, κάττης είναι άγνωστης ετυμολ. Η ίδια ρίζα απαντά στη Λατινική (πρβλ. cattus «γάτος, αίλουρος») καθώς και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες] … Dictionary of Greek